- ταξινομικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ταξινόμηση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταξινομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταξινόμηση 2. φρ. α) «ταξινομικά χαρακτηριστικά» βιολ. χαρακτηριστικά μορφολογικά, φυσιολογικά, συμπεριφοράς ή δομής, τα οποία οι συστηματικοί απομονώνουν από τα άλλα χαρακτηριστικά τού οργανισμού και … Dictionary of Greek
οστρακόδερμος — η, ο (Α ὀστρακόδερμος, ον) αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων τού παλαιοζωικού αιώνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek